του Σταύρου Θεοδωράκη
Πρέπει να έχουν περάσει καμιά 15αρια χρόνια. ‘’ Έλα στο ΣΚΑΙ να κάνεις εκπομπή’’. Ξαφνιάστηκα. Στο γραφείο του στο Φάληρο ήταν όλα ανάκατα. Εφημερίδες, έγγραφα, κασέτες, φρούτα, μικρόφωνα, βιβλία, χαρτιά και μολύβια (ο Νίκος πάντα έγραφε αυτά που έλεγε στο ραδιόφωνο – και αυτά που φαινόντουσαν τυχαία, γραμμένα ήταν).
Αυτός ‘’έβγαινε’’ το πρωί, εγώ το μεσημέρι. Μια στις δυο μέρες διαφωνούσαμε. Ένα απόγευμα μου έδωσε ραντεβού στην προβλήτα...
απέναντι από τις εγκαταστάσεις του σταθμού. Φοβόμουν ότι θα αρχίσει τις φωνές. ‘’Ο γιατρός μου είπε να προχωράω’’. Γέλασα. Σε αυτές τις βόλτες γίναμε φίλοι. Κάθε μέρα μια ώρα πάνω κάτω την προβλήτα. Όταν έφυγα από τον Σκαι οι βόλτες συνεχίστηκαν τα καλοκαίρια στην Κρήτη. Ήμασταν από διπλανά χωριά. Το δικό του η Πολυρρήνια ήταν στην αρχαιότητα σπουδαιότερη και από τα Χανιά (έτσι τουλάχιστον του άρεσε να λέει). Μετά του άρεσε να με νικάει στο τάβλι, να μαλώνουμε για τους πολιτικούς, να ομονοούμε για τα ‘’κοινωνικά’’, να ψιθυρίζουμε μυστικά για γυναίκες, να τρώμε σύκα, να πίνουμε παγωμένες τσικουδιές ή βραστάρια με μέλι, να κάνουμε σχέδια ότι εγκαταλείπουμε την δημοσιογραφία και γινόμαστε αγρότες. Τελευταία προστέθηκε η υπερηφάνεια για τις κόρες του, τα σχέδια για τον εγγονό του, η αγωνία για την υγεία της μάνας του.
Ξυπόλητος (πάντα πετούσε τα παπούτσια μόλις έφτανε στο Καστέλι) και με μαγκούρες για ‘’οδηγό’’ κάναμε άσκοπες βόλτες σε χωράφια, πεζούλες και στα βράχια της θάλασσας. Τίποτα δεν τον συγκινούσε περισσότερο από ένα κομμάτι ξύλο ξεβρασμένο από το κύμα. Μαλώναμε ποιος το πρωτοείδε αλλά συνήθως το έπαιρνε αυτός. Μια μέρα μπήκαμε και σε ένα νεκροταφείο. Σε ένα μάρμαρο πάνω ήταν χαραγμένη μια μαντινάδα:
«Με τους μικρούς ήσουν μικρός –
με τσ' άντρες αντρειωμένος
και με τους παραπονιάρηδες πιο παραπονεμένος».
Κουνήσαμε το κεφάλι και φύγαμε.
πηγή: protagon.gr
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου