Πέντε σταθμοί που επηρέασαν την πορεία της χώρας από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα
1. Από τις «εθνικές γαίες» στη διανομή του 1871
Σύμφωνα με τις Συνθήκες που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της χώρας, τα εδάφη που περιλαμβάνονταν στα όρια του νέου κράτους και που ανήκαν πριν στους Tούρκους ανακηρύχθηκαν «εθνική ιδιοκτησία». Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1830 το ελληνικό κράτος εμφανίζεται σαν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας του ελληνικού χώρου κατέχοντας σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς το 35%-50% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του Ελληνικού Βασιλείου. Το κράτος απαιτούσε το 15% της ακαθάριστης παραγωγής αυτών των γαιών σαν ενοίκιο για την υποτιθέμενη μίσθωση της γης,
ενώ μαζί με τον φόρο της δεκάτης, ο ενοικιαστής της γης υποχρεωνόταν να καταβάλλει στο δημόσιο ταμείο περίπου το 25% της ακαθάριστης παραγωγής.
Tο νέο ελληνικό κράτος επιλέγοντας τη μέση και μεταβατική λύση του καθεστώτος των εθνικών γαιών έδωσε ουσιαστικά μία αναβολή στη λύση του αγροτικού ζητήματος. H δημιουργία των «εθνικών γαιών» δηλαδή δεν συνδυάστηκε με μια ενεργητική παρουσία του κράτους σαν πραγματικού ιδιοκτήτη και οικονομικού διαχειριστή της γης. Αμεση συνέπεια αυτής της στάσης ήταν τόσο η κακή διαχείριση και η χαμηλή παραγωγή των ενοικιαζόμενων εθνικών γαιών όσο και η σύγχυση γύρω από το θεσμικό καθεστώς τους.
H συνεχής επιδείνωση του καθεστώτος των εθνικών γαιών δημιούργησε την αντίφαση μεταξύ των αυξανόμενων δημοσιονομικών αναγκών του ελληνικού κράτους και της βαθμιαίας μείωσης του φόρου επικαρπίας από την ενοικίαση της γης. H αντίφαση αυτή δεν μπορούσε να λυθεί παρά με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και τη διανομή των εθνικών γαιών, κάτι που απαιτούσε ήδη από τη δεκαετία του 1840 ο αγροτικός κόσμος, αλλά και διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, όχι μόνο για να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, αλλά κυρίως γιατί πίστευαν ότι αποδίδοντας την κυριότητα στους κατόχους των εθνικών γαιών θα αναπτύσσονταν η αγροτική παραγωγή και η οικονομία συνολικά με την άνοδο του προσωπικού ενδιαφέροντος των καλλιεργητών, με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και με την ένταξη της γης στο εμπορευματικό κύκλωμα.
2. Σταφιδική κρίση και «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»
Πράγματι, η διανομή των εθνικών γαιών στους καλλιεργητές από την κυβέρνηση Κουμουνδούρου το 1871 είχε ευεργετική επίδραση στην εξέλιξη της αγροτικής παραγωγής της χώρας και στην ανάπτυξη των εξαγωγικών φυτειών, όπως η κορινθιακή σταφίδα. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η κορινθιακή σταφίδα αναδείχθηκε σαν το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του Eλληνικού Bασιλείου. H ταχεία ανάπτυξη της διεθνούς ζήτησης για το προϊόν αυτό, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της Eλλάδας στις διεθνείς συναλλαγές ως χώρας μονοεξαγωγικής. H κορινθιακή σταφίδα έφθασε να καλύπτει περισσότερο από το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας.
Μετά τη διανομή του 1871 μάλιστα, ο «σταφιδικός πυρετός» έφτασε στο απόγειό του στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο, ειδικά μετά το 1878 που η ελληνική σταφίδα κατέκτησε και τη γαλλική αγορά. Τότε αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την κατασκευή φθηνού σταφιδίτη οίνου που αναπλήρωνε τα ελλείμματα που προκάλεσε στη γαλλική οινοπαραγωγή η καταστρεπτική φυλλοξήρα. Γύρω στο 1890 όμως η βαθμιαία ανάρρωση των γαλλικών αμπελιών απεκατέστησε τις ισορροπίες στη γαλλική οινοπαραγωγή. Tο γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την επικράτηση των οπαδών του προστατευτισμού και την άνοδο των εισαγωγικών δασμών είχαν συνέπεια την πτώση της ζήτησης και των τιμών της σταφίδας στη γαλλική αγορά και την έκρηξη μιας κρίσης υπερπαραγωγής, που το 1892/93 συγκλόνισε την ελληνική οικονομία.
Μερικούς μήνες μετά την έκρηξη της σταφιδικής κρίσης η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πτώχευσης. Αν και τα δύο γεγονότα ήταν εν πολλοίς ανεξάρτητα μεταξύ τους, είναι φανερό ότι η κρίση της σταφιδικής οικονομίας από το 1892 και μετά επιδείνωσε ακόμη περισσότερο τα δημοσιονομικά και συναλλαγματικά προβλήματα του ελληνικού κράτους. Iδιαίτερα καθοριστική υπήρξε για το εμπόριο και την ελληνική οικονομία η κατακόρυφη μείωση του πολύτιμου ξένου συναλλάγματος που έφερνε η σταφίδα στη χώρα. Ο αντίκτυπος της σταφιδικής κρίσης συγκλόνισε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, υπενθυμίζοντας με επώδυνο τρόπο πόσο αναγκαίο ήταν να ξεπεραστούν οι παλιές αγρο-εμπορευματικές δομές και να προσανατολιστεί η χώρα σε νέες κατευθύνσεις, περισσότερο παραγωγικές. Η κρίση του 1893 μετατράπηκε πλέον σε χρόνια κρίση του προϊόντος μετά την αποτυχία του μέτρου του παρακρατήματος, της «Σταφιδικής Τραπέζης» και της «Προνομιούχου Εταιρείας». Οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου μετά την περίοδο της αναρχικής διαμαρτυρίας τους, στρέφονται προς την υπερατλαντική μετανάστευση, ενώ ταυτόχρονα σημαντικά ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης οδηγούν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών προς την περιοχή Αθηνών-Πειραιώς που θα αποτελέσει το νέο οικονομικό κέντρο της χώρας με βάση τις καινούργιες μεταποιητικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται εκεί.
3. Τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας και η εξέγερση του Κιλελέρ
Στις παραμονές της προσάρτησης (1881) οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της γης στη Θεσσαλία, έσπευσαν να μεταβιβάσουν τις ιδιοκτησίες τους σε μεγάλους Ελληνες χρηματιστές και εμπόρους της διασποράς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό απέκτησαν τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης. Οι συνέπειες για τους καλλιεργητές υπήρξαν δραματικές, αφού έπαψαν πλέον να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε το Οθωμανικό δίκαιο. Το καθαρά εμπράγματο δικαίωμα που διατηρούσαν πάνω στην καλλιεργούμενη γη, με όλες τις συνέπειες που απέρρεαν από αυτό, καταργήθηκε και σταδιακά μετατράπηκαν σε απλούς αγρομισθωτές. Οι ιδιοκτήτες, αντίστοιχα, γίνονταν απόλυτα κύριοι της γης που κατείχαν και μπορούσαν πλέον με την εκπνοή των μισθωτηρίων συμβολαίων να εκδιώκουν τους καλλιεργητές από το τσιφλίκι.
Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε επίσης και την ανατροπή της πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι στη μεγάλη ιδιοκτησία, η οποία μέχρι τότε ήταν εχθρική. Επιδεικνύοντας μια «αξιοθρήνητη αδράνεια» το ελληνικό κράτος απεμπόλησε τα δικαιώματα που θα μπορούσε να ασκήσει ως διάδοχο του οθωμανικού κράτους. Υπό την πίεση των νέων γαιοκτημόνων και μεγάλων κεφαλαιούχων του εξωτερικού, η κυβέρνηση Τρικούπη μετέβαλε ολοσχερώς την πάγια γεωργική πολιτική του ελληνικού κράτους, προκειμένου να προστατεύσει την μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία των τσιφλικιών. Ο ίδιος ο Χ. Τρικούπης εξήγησε πως «αν επιβάλωμεν την διανομήν των κτημάτων εις τους καλλιεργητάς, όπως μου το ζητείτε, θα εκδιώξωμεν εξ Ελλάδος το χρήμα των Ελλήνων του εξωτερικού» και ζήτησε «η κατάστασις να παραμείνη ως έχει διότι τούτο απαιτούν τα γενικώτερα συμφέροντα της χώρας».
Η σύγκρουση τσιφλικούχων - κολίγων συγκλόνισε την κοινωνική ζωή της Θεσσαλίας στην περίοδο 1881-1910 και αποτυπώθηκε τόσο στα συχνά δημοσιεύματα του Τύπου όσο και στις οξείες αντιπαραθέσεις που προκλήθηκαν κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή. Σημαντική ήταν η συμπαράσταση που εύρισκαν οι ακτήμονες τόσο από συλλόγους, σωματεία και ενώσεις (όπως για παράδειγμα ο Εμπορικός Σύλλογος Βόλου), όσο και από προσωπικότητες του αστικού χώρου (διανοούμενους, επαγγελματίες, δικηγόρους, δημοσιογράφους των θεσσαλικών πόλεων). Ετσι, προοδευτικά, η αντίσταση των κολίγων κατά των εξώσεων και των λοιπών αυθαιρεσιών των τσιφλικούχων διευρύνθηκε και από απλή αγροτική διαμαρτυρία μετατράπηκε σε κίνημα πανθεσσαλικού χαρακτήρα με πλατιά κοινωνική βάση και ισχυρή υποστήριξη από τα αστικά κέντρα και με κεντρικό αίτημα τη διανομή της γης στους καλλιεργητές της.
Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η αντιπαράθεση εντείνεται ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, το 1907 και το Κίνημα στο Γουδί το 1909, που θα ανατρέψει το σκηνικό και θα απελευθερώσει την αγροτική διαμαρτυρία. Απέναντι στην εξέγερση του θεσσαλικού κάμπου η κυβέρνηση Δραγούμη περιορίζεται σε αόριστες υποσχέσεις. Η σύγκρουση του Κιλελέρ τον Μάρτιο του 1910 έχει γίνει πλέον αναπόφευκτη…
4. Το «Αγροτικό Θαύμα» του Μεσοπολέμου
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ο ελληνικός αγροτικός χώρος γνώρισε ραγδαίες εξελίξεις και αλλαγές. Η ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση και η αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων, η ίδρυση του υπουργείου Γεωργίας το 1917 και των αυτόνομων οργανισμών συγκέντρωσης και διαχείρισης εγχώριων προϊόντων στη συνέχεια, η ψήφιση του ν. 602/1914 για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς και η επέκταση των χορηγήσεων της Εθνικής Τράπεζας στον αγροτικό πληθυσμό μετά το 1915, η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας το 1929, τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα στην ελληνική ύπαιθρο, η προώθηση της πολιτικής της «αυτάρκειας» και η επέκταση των εξαγωγικών φυτειών σε βάρος των «παραδοσιακών» καλλιεργειών, συνθέτουν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου, της πρώτης στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους κατά την οποία ο κρατικός μηχανισμός, μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, επιδοτήσεων και ελαφρύνσεων μεταφέρει πόρους προς το τομέα της γεωργίας.
Η έγγειος ιδιοκτησία πήρε πλέον σε όλη τη χώρα τη μορφή της ελεύθερης απεριόριστης ατομικής ιδιοκτησίας, ενώ σημαντικές αλλαγές μεταμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της ελληνικής υπαίθρου:
Κατ' αρχήν επιτεύχθηκε η αγροτική εγκατάσταση ενός σημαντικού μέρους του προσφυγικού πληθυσμού. Δεύτερον, καταγράφηκε διπλασιασμός των καλλιεργούμενων εκτάσεων και μια εξίσου εντυπωσιακή αύξηση της αξίας της γεωργικής παραγωγής, ενώ δημιουργήθηκαν και οι προϋποθέσεις για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής, μέσω της ανανέωσης και του αναπροσανατολισμού των καλλιεργειών.
Η μείωση της παραγωγής της σταφίδας αντισταθμίστηκε από την ενίσχυση της βαμβακοκαλλιέργειας και κυρίως από την ταχύτατη επέκταση της καπνοκαλλιέργειας, που αν και καταλάμβανε μόνο το 3%-4% της καλλιεργούμενης επιφάνειας, συμμετείχε στο συνολικό εισόδημα της γεωργίας κατά 20%, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζε περισσότερο από το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας.
Τέλος, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες της διεθνούς κρίσης του 1929 που έπληξε ιδιαίτερα τα εξαγώγιμα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, το κράτος προώθησε τη δημιουργία μιας σειράς αυτόνομων οργανισμών, αποστολή των οποίων ήταν η συγκέντρωση των προϊόντων, η απορρόφηση των πλεονασμάτων και η εξασφάλιση τιμών ασφαλείας στους παραγωγούς, ενώ για τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης η κρατική παρέμβαση αποσκοπούσε στην επίτευξη αυτάρκειας και στην εξοικονόμηση συναλλάγματος, όπως έγινε με τα σιτηρά, αφού η σιτάρκεια ήταν πρωταρχικός στόχος των μεσοπολεμικών κυβερνήσεων.
5. Από τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση στα σημερινά αδιέξοδα
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο, βασική σύλληψη της αναπτυξιακής στρατηγικής των συντηρητικών κυβερνήσεων υπήρξε η γρήγορη εκβιομηχάνιση και η υπαγωγή του αγροτικού τομέα σε ρόλο «συμπληρώματος» της αναπτυξιακής διαδικασίας. Η στρατηγική αυτή έγινε δυνατή χάρη στη μεταφορά του αγροτικού υπερπροϊόντος στον βιομηχανικό και γενικότερα στον αστικό τομέα της οικονομίας, τόσο μέσω της καθήλωσης των τιμών των βασικών αγροτικών προϊόντων διατροφής όσο και εξαιτίας της μικρότερης αύξησης των τιμών ορισμένων αγροτικών πρώτων υλών (π.χ. καπνός, βαμβάκι) σε σχέση με την αύξηση των τιμών των αντίστοιχων βιομηχανικών προϊόντων. Η περιοριστική αυτή πολιτική και η δραστική μείωση των εισοδηματικών ευκαιριών εις βάρος του αγροτικού τομέα είχαν ως αποτέλεσμα την έντονη έξοδο του αγροτικού πληθυσμού, που αναζήτησε την εξασφάλιση της επιβίωσής του, είτε στα αστικά κέντρα είτε στη μετανάστευση. Η Μεταπολίτευση σηματοδοτεί ευρύτατες ανακατατάξεις και στον αγροτικό τομέα. Η «νέα πολιτικοποίηση του αγροτικού χώρου» και η επικράτηση και εκεί των γενικότερων τάσεων του πολιτικού συστήματος προς την κατεύθυνση της «γραφειοκρατικής πατρωνίας» και του «αγροτικού λαϊκισμού» αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες στη διαμόρφωση του νέου πλαισίου για την άσκηση της αγροτικής πολιτικής, αλλά και για την εκπροσώπηση των αγροτικών συμφερόντων. Τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε επίπεδο νοοτροπιών οι στενές σχέσεις εξάρτησης μεταξύ αγροτών, αγροτικών οργανώσεων και κράτους εντάθηκαν στο έπακρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο στη δεκαετία του '80 εφαρμόστηκε μια «φιλοαγροτική» πολιτική ενίσχυσης των εισοδημάτων των αγροτών πέραν των δυνατοτήτων της οικονομίας κυρίως μέσω των συνεταιρισμών, οι οποίοι παρακινήθηκαν σε οικονομικές δραστηριότητες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές τους, και που τελικά οδήγησαν στη δική τους καταχρέωση, ενώ στην πραγματικότητα αφορούσαν την άσκηση «κοινωνικής πολιτικής» εκ μέρους του κράτους. Η «στροφή» της δεκαετίας του '90 σε πιο ρεαλιστικούς στόχους, δεν αναιρεί το κόστος αυτής της πολιτικής, που ήταν η καθυστέρηση θεσμικού και διαρθρωτικού εκσυγχρονισμού της ελληνικής γεωργίας αλλά και η συγκρότηση ισχυρών δικτύων συμφερόντων.
Σήμερα, ραγδαίες εξελίξεις χαρακτηρίζουν το σύστημα παραγωγής, μεταποίησης, διακίνησης και διάθεσης αγροτικών προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο και επηρεάζουν την αγροτική οικονομία της χώρας. Οι εξελίξεις σχετίζονται με την αυξανόμενη περιφερειακή ολοκλήρωση των οικονομιών, την παγκοσμιοποίηση των αγορών των τροφίμων, την πρόοδο της βιοτεχνολογίας και την ανάπτυξη του αγρο-τροφικού τομέα, καθώς και με τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης σε επίπεδο μεταποίησης, λιανικού εμπορίου και διανομής.
Είναι φανερό ότι η ελληνική γεωργία παρουσιάζεται ανέτοιμη απέναντι στις παγκόσμιες αλλαγές που συντελούνται. Φαίνεται μάλιστα ότι η εισοδηματική ευεξία που εξασφαλίσθηκε μέσω των προστατευτικών μηχανισμών της ΚΑΠ, έδρασε ως αποτρεπτικός παράγοντας για τη βελτίωση της παραγωγικής εικόνας της ελληνικής γεωργίας, παρά τον συνεχώς αναζητούμενο διαρθρωτικό και θεσμικό εκσυγχρονισμό που λογικά θα αναμενόταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου